O Νομός Καστοριάς βρίσκεται στο δυτικό άκρο της Δυτικής Μακεδονίας. Συνορεύει με τους νομούς Φλώρινας, Γρεβενών, Κοζάνης και Ιωαννίνων, καθώς και με την Αλβανία, από τη δυτική πλευρά.Η πόλη της Καστοριάς, απλώνεται αμφιθεατρικά σε υψόμετρο 620 μέτρων. Είναι χτισμένη πάνω σε μια χερσόνησο, που εισχωρεί στη λίμνη Ορεστιάδα και κάτω από τους εντυπωσιακούς ορεινούς όγκους του Γράμμου και του Βιτσίου. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή ο πληθυσμός του Νομού ανέρχεται σε 53.483 κατοίκους , ενώ η πόλη έχει 20.636 κατοίκους.
H Καστοριά συνδέεται αεροπορικά με την Αθήνα, μέσω του διεθνούς αεροδρομίου «Αριστοτέλης», το οποίο βρίσκεται στο Άργος Ορεστικό. Η πρόσβαση στο νομό γίνεται πλέον εύκολα και άνετα μέσω της Εγνατίας οδού. Εναλλακτικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί η παλαιά εθνική οδός.
Έθιμα- Εκδηλώσεις
Το κέφι και το ξεφάντωμα του καστοριανού καρναβαλιού είναι πλέον γνωστά σε όλους. Τα Ραγκουτσάρια, όπως ονομάζονται τα καρναβάλια, γίνονται από τις 6 μέχρι τις 8 Ιανουαρίου και είναι η κορύφωση των εορτών του Δωδεκαημέρου. Στις εκδηλώσεις παίρνουν μέρος όλοι οι Καστοριανοί που ξεχύνονται στους δρόμους για να γιορτάσουν με χορούς, τραγούδια, πειράγματα και άφθονο κρασί.
Οι εκδηλώσεις κορυφώνονται την τρίτη μέρα, την ονομαζόμενη πατερίτσα, με τη μεγάλη παρέλαση των μεταμφιεσμένων μπουλουκιών στον κεντρικό δρόμο της πόλης. Το όνομα Ραγκουτσάρια προέρχεται από το λατινικό rogatores, δηλαδή ζητιάνοι, αφού οι μεταμφιεσμένοι ζητούν από τους νοικοκύρηδες να τους δώσουν δώρα προκειμένου να διώξουν τα κακά πνεύματα.
Τριήμερο καρναβάλι διοργανώνεται από τις αρχές του χρόνου στο Άργος Ορεστικό, στο Μαυροχώρι και στη Λιθιά. Τα Κολλίεντα, τα παραδοσιακά κάλαντα, τραγουδιούνται το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, από παρέες που γυρίζουν στα σπίτια κρατώντας φαναράκια και «μασιαλάδες».
Χαρακτηριστικά έθιμα της αποκριάς που εξακολουθούν να τηρούνται είναι οι μπουμπούνες, ο χάσκαρης, οι παλιαπούλες. Οι μπουμπούνες είναι φωτιές που ανάβουν στις πλατείες την Κυριακή της αποκριάς. Όλοι οι παριστάμενοι πηδούν πάνω από τα αναμμένα κάρβουνα «για να ρίξουν τους ψύλλους και να απαλλαγούν από το κακό».
Οι παλιαπούλες είναι το αντίστοιχο έθιμο που γίνεται στο Άργος Ορεστικό. Στα σπίτια, μετά το βραδινό φαγητό παίζουν τον χάσκαρη, προσπαθούν δηλαδή, να αρπάξουν με το στόμα ένα βρασμένο αυγό, που κρατά ο πιο ηλικιωμένος κρεμασμένο στην άκρη μιας κλωστής.
Η Ροδάνη είναι μια κούνια ξύλινη χειροποίητη, με δύο ή τέσσερα καθίσματα, που στήνεται από την Κυριακή των Βαΐων μέχρι την Κυριακή του Θωμά. Τραγούδια, μουσική, χορός και πειράγματα συνοδεύουν το πασχαλιάτικο αυτό έθιμο.
Το καλοκαίρι, στις 24 Ιουνίου γιορτάζεται ο Κλήδονας, που συμπίπτει με τη γιορτή του Αη-Γιάννη του Προδρόμου. Tα αγόρια φέρνουν ένα κλωνάρι με αγκάθια που το στολίζουν με φρούτα, ενώ τα κορίτσια φέρνουν «βουβό νερό» από τη λίμνη. Το πανηγύρι στην εορτή του προφήτη Ηλία, προστάτη των γουνοποιών, γίνεται τον Ιούλιο.
Οι πολιτιστικές εκδηλώσεις που διεξάγονται, κατά τη διάρκεια του χρόνου, είναι τα «Ορέστεια», το διαβαλκανικό χορωδιακό φεστιβάλ Άργους Ορεστικού, η εβδομάδα του απόδημου Καστοριανού, τα Χριστοπούλεια και ο πολιτιστικός Αύγουστος, ενώ το πρώτο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου διοργανώνεται το River party, μια μουσική εκδήλωση που γίνεται στις όχθες του ποταμού Αλιάκμονα στο Νεστόριο και στην οποία συγκεντρώνεται πλήθος νέων ανθρώπων.
Η Ιστορία του Νομού
Η στρατηγική της θέση έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πολιτιστική και την οικονομική της ανάπτυξη και αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα της Μακεδονίας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Στοιχεία για κατοίκηση στην περιοχή ανιχνεύονται ήδη από τη νεολιθική εποχή. Η πόλη αποτέλεσε ένα σημαντικό κόμβο στη Δυτική Μακεδονία μέσα στο πέρασμα των αιώνων.
Προϊστορία
Κοντά στο χωριό Νόστιμο (στη νοτιοδυτική πλευρά του νομού) υπάρχει το Απολιθωμένο Δάσος, τη μελέτη και ανάδειξη του οποίου έχει αναλάβει ο καθηγητής Παλαιοντολογίας και Παλαιοβοτανικής Ευάγγελος Βελιτζέλος. Πριν από 15-20 εκατομμύρια χρόνια, οι προσχώσεις των ποταμών σχημάτισαν ένα τεράστιο δέλτα, στο οποίο δημιουργήθηκε ένα άγριο υποτροπικό δάσος με οξιές, καστανιές, βελανιδιές και φοίνικες.
Η λάβα και η ηφαιστειακή στάχτη που σκέπασαν, σε κάποια φάση, το δάσος συνετέλεσαν στην απολίθωση. Τα ευρήματα είναι εντυπωσιακά. Κορμοί μήκους 5 έως 10 μέτρων και διαμέτρου 50 έως 80 εκατοστών, στους οποίους διακρίνεται ο φλοιός και οι δακτύλιοι και ανάμεσά τους οι μοναδικοί απολιθωμένοι φοίνικες που έχουν βρεθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Η ανασκαφή έφερε επίσης στο φως θαλάσσια απολιθώματα όπως κοχύλια, σαλιγκάρια, αστερίες, μύδια, καθώς και το δόντι ενός τεράστιου καρχαρία. Στο μικρό Μουσείο Απολιθωμένου Δάσους που βρίσκεται στο Νόστιμο, θα θαυμάσετε τα μοναδικά αυτά ευρήματα (τηλ. 24670 84588, 84566).
Ο προϊστορικός οικισμός του Δισπηλιού είναι ένας από τους αρχαιότερους λιμναίους οικισμούς που ανακαλύφθηκαν στην Ευρώπη και μας δίνει μια πλήρη εικόνα ενός πρώιμου πολιτισμού με θαυμαστά επιτεύγματα. Η πρώιμη φάση του χρονολογείται γύρω στο 5500 π.Χ. Η ανακάλυψη του χώρου έγινε τυχαία, το 1932, από τον καθηγητή πανεπιστημίου Α.Κεραμόπουλο, ενώ οι συστηματικές ανασκαφές ξεκίνησαν το 1992 από τον καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας κ.Χουρμουζιάδη.
Οι κάτοικοι έμεναν σε καλύβες που έχτιζαν μέσα στη λίμνη, πάνω σε πασσαλόπηκτες πλατφόρμες. Οργάνωναν και χρησιμοποιούσαν το χώρο με τρόπο αξιοθαύμαστο. Τα 3.000 άτομα που ζούσαν εδώ ψάρευαν, κυνηγούσαν, καλλιεργούσαν τη γη, εξέτρεφαν κατοικίδια ζώα, κατασκεύαζαν εργαλεία και σκεύη, γνώριζαν τη γραφή και τη μουσική.
Ανάμεσα στα σημαντικά ευρήματα του Δισπηλιού περιλαμβάνονται μια ξύλινη ενεπίγραφη πινακίδα, μια βάρκα από μονοκόμματο ξύλο και φλογέρες από κόκκαλο πουλιού από τις αρχαιότερες στην Ευρώπη. Δίπλα στο χώρο της ανασκαφής έχει διαμορφωθεί το Οικομουσείο, μια πιστή αναπαράσταση μέρους του λιμναίου οικισμού, σύμφωνα με τη σύγχρονη μουσειολογική αντίληψη. Η ανασύνθεση του προϊστορικού οικισμού, μυεί με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, τον επισκέπτη στη ζωή των ανθρώπων της νεολιθικής εποχής.
Ο νεολιθικός οικισμός της Αυγής ιδρύθηκε πριν από 7500 χρόνια (~5650 π.Χ.). Στη διάρκεια των περίπου 1000 χρόνων ζωής του αναπτύχθηκε σε επιφάνεια 50 έως 60 στρεμμάτων και περιβαλλόταν από τάφρους.
Στο τοπίο της θέσης (υψόμετρο 740 μ.), που ήταν πλούσιο σε υδρορέμματα, κυριαρχούσαν δάση από βελανιδιές και μαύρη πεύκη και ακόμη υγρόφιλη βλάστηση (π.χ. ιτιές, φτελιές). Το περιβάλλον ευνοούσε την καλλιέργεια δημητριακών και οσπρίων, όπως σιτάρι, λαθούρι, φακή, καθώς και τη βοσκή οικοδίαιτων.
Ακόμη, τη συλλογή καρπών και φρούτων (π.χ. σύκα, βατόμουρα, κράνα), το κυνήγι και το ψάρεμα, αλλά και την προμήθεια πρώτων υλών για δόμηση (οικήματα, φούρνοι) και κατασκευή εργαλείων και σκευών (π.χ. μυλόλιθοι, αγγεία).
Οι ανασκαφές στην Αυγή, που μέχρι τον Οκτώβριο του 2008 πραγματοποιούνταν σε έκταση 2000 τ.μ., φέρνουν στο φως ενδιαφέροντα στοιχεία για την οικιστική οργάνωση και τις τεχνικές δόμησης, την αγροτική παραγωγή, την επεξεργασία και αποθήκευση των γεωργικών προϊόντων, την προετοιμασία και παρασκευή των τροφών, τον εργαλειακό εξοπλισμό, την κόσμηση καθώς και στοιχεία της ταφικής πρακτικής και ιδεολογίας της νεολιθικής κοινωνίας.
Κλασσική Αρχαιότητα – Ρωμαϊκή Εποχή
Η ευρύτερη περιοχή ταυτίζεται με την αρχαία Ορεστίδα, όπου κατοικούσαν Ορέστες «Μακεδνοί», όπως αποκαλούνται από τον Ηρόδοτο. Η Ορεστίδα, παρά τα ελάχιστα ευρήματα που σώζονται, φαίνεται να είναι ένα σημαντικό αστικό κέντρο που συμμετείχε ενεργά στις εξελίξεις και τις αισθητικές αναζητήσεις της εποχής. Ένα σημαντικό επιτύμβιο ανάγλυφο που βρέθηκε στην Πεντάβρυσο, καθώς και άλλες πρόσφατες ανακαλύψεις της κλασικής αρχαιότητας (επιτάφιες επιγραφές, περικεφαλαία, εργαστήριο κεραμεικής) επιβεβαιώνουν ότι έχουμε ακόμη πολλά να μάθουμε για την περίοδο αυτή.
Στους Ρωμαϊκούς χρόνους, κέντρο της περιοχής ήταν η πόλη Διοκλητιανούπολη, που ήταν κτισμένη στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα το Άργος Ορεστικό. Το όνομα της πόλης, η οποία ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό (284-305μ.Χ.), λεηλατήθηκε από τους Γότθους ή τους Οστρογότθους στο τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ.
Το μήκος των τειχών ξεπερνούσε τα 2.700 μέτρα, ενώ η πόλη καταλάμβανε χώρο 400.000 τ.μ. Εντός των τειχών έχουν ανασκαφεί μια παλαιοχριστιανική βασιλική και δύο σπίτια, ενώ εκτός των τειχών έχουν βρεθεί δύο παλαιοχριστιανικές βασιλικές και κάποιες σποραδικές ταφές. Η περιοχή περνάει στα χέρια των Ρωμαίων το 197 π.Χ., κάτω από το καθεστώς μιας ιδιότυπης τοπικής αυτονομίας.
Βυζαντινή Εποχή
Το 550 μ.Χ. ο Ιουστινιανός τη μετονόμασε σε Ιουστινιανούπολη, και τη μετέτρεψε σε ισχυρό φρούριο, περιτειχίζοντάς την με διπλό κάστρο, υπολείμματα του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα. Από το 927 μέχρι το 969 μ.Χ. ήταν υπό την κατοχή των Βουλγάρων, που εκδιώχθηκαν από τους Πετσενέγγους με προτροπή των βυζαντινών. Το 990 μ.Χ. ο τσάρος των βουλγάρων, Σαμουήλ, κατά την επιδρομή του στον ελλαδικό χώρο κατέλαβε και την Καστοριά.
Όταν απελευθερώθηκε το 1018 από τον Βασίλειο Β΄ τον Βουλγαροκτόνο, η πόλη έγινε ορμητήριο για τις επόμενες στρατιωτικές επιχειρήσεις του αυτοκράτορα. Από το 1082 μέχρι την άλωση της Κωνσταντινούπολης καταλήφθηκε από τους Φράγκους, το 1204, καταλαμβάνεται από Νορμανδούς, Αλβανούς, Σταυροφόρους, Σέρβους και τέλος Τούρκους. Η κατάληψη της Καστοριάς από τους Τούρκους έγινε το 1385 και διήρκεσε, πέντε αιώνες, έως το 1912.
Τουρκοκρατία
Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, η περιοχή κατάφερε να διατηρήσει την εθνική συνείδηση και τη θρησκευτική πίστη και εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο σημαντικά εμπορικά και πνευματικά κέντρα των Βαλκανίων.
Αποτέλεσε επίσης, πόλο ενίσχυσης των προεπαναστατικών κινημάτων που προετοίμασαν το έδαφος για την επανάσταση του 1821 και τα απελευθερωτικά κινήματα του 19ου αιώνα. Η θέση των κατακτημένων Καστοριανών βελτιώθηκε αισθητά, μετά το 1528, όταν η περιοχή έγινε «χάσι», δηλαδή ιδιοκτησία του Σουλτάνου.
Στην πόλη δραστηριοποιούνταν πολλοί βιοτέχνες σαμαράδες, χρυσοχόοι, ράφτες και ξακουστοί γουναράδες. Από τον 17ο αιώνα οι γουναράδες εμπορεύονται έξω από τα σύνορα της οθωμανικής αυτοκρατορίας αποκτώντας πλούτο και κύρος.
Η άνθηση των τεχνών και των γραμμάτων την περίοδο αυτή είναι αξιοσημείωτη. Τα εξαιρετικά δείγματα αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής που σώζονται συνδέονται με αυτή την εποχή.
Mακεδονικός Αγώνας
Στο χωριό Μελάς βρίσκεται το σπίτι που σκοτώθηκε ο Μακεδονομάχος και λειτουργεί ως μουσείο με ενθύμια του Μακεδονικού Αγώνα. Στον ιερό ναό Ταξιαρχών, στην Καστοριά, βρίσκεται ο τάφος του Παύλου Μελά και της γυναίκας του Ναταλίας.
Μια ακόμη λαμπρή προσωπικότητα της περιόδου είναι ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, ο οποίος έκανε το παν για να ενισχύσει το θρησκευτικό φρόνημα και οδήγησε τους Μακεδονομάχους σε νικηφόρες μάχες εναντίον των κομιτατζήδων.
Η ημέρα της απελευθέρωσης από τους Τούρκους, Σέρβους και Βούλγαρους ήρθε την 11η Νοεμβρίου 1912, όταν ο επίλαρχος Ιωάννης Άρτης μπήκε νικητής στην πόλη.
Νεότεροι Χρόνοι
Στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) βρέθηκε και πάλι στο κέντρο των εξελίξεων, αφού στα βουνά που την περιβάλλουν έλαβαν χώρα μερικές από τις πιο αποτρόπαιες σελίδες της ελληνικής ιστορίας.